Ο κυρ-Νίκος ήταν ο φούρναρης της γειτονιάς, ένας άνθρωπος που όλοι ήξεραν για την γκρίνια του. Σπάνια χαμογελούσε, η φωνή του ήταν πάντα βραχνή και οι κουβέντες του λίγες. Τα παιδιά τον φοβόντουσαν, και οι μεγάλοι απλώς τον ανέχονταν. Όλοι πίστευαν ότι ο Νίκος ήταν ένας μοναχικός και πικραμένος άνθρωπος, ένας από εκείνους που τους έχει σκληρύνει η ζωή.
Μια μέρα, ο μικρός Ανδρέας, ένα επτάχρονο αγόρι που ζούσε με την άρρωστη μητέρα του, περνούσε από τον φούρνο του κυρ-Νίκου. Ο Ανδρέας κρατούσε σφιχτά στην παλάμη του έναν χειροποίητο στρατιώτη από ξύλο, το μοναδικό ενθύμημα από τον πατέρα του που είχε πεθάνει. Καθώς έπαιζε, ο στρατιώτης του γλίστρησε από τα χέρια και χάθηκε κάπου στο πλακόστρωτο. Ο Ανδρέας έψαξε παντού, κλαίγοντας με αναφιλητά, αλλά δεν τον βρήκε.
Λίγο αργότερα, ο κυρ-Νίκος βγήκε να σκουπίσει το πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί του. Το μάτι του έπεσε στον μικρό ξύλινο στρατιώτη. Τον σήκωσε και τον κοίταξε προσεκτικά. Ήταν φτιαγμένος με αγάπη, λεπτομερής, αλλά είχε ένα σπασμένο χέρι. Εκείνη τη στιγμή, κάτι μέσα στον Νίκο μαλάκωσε. Ήταν σαν να κρατούσε ένα κομμάτι από την ψυχή του παιδιού που το είχε χάσει.
Εκείνο το βράδυ, ο Νίκος έκλεισε τον φούρνο και άνοιξε ένα συρτάρι που είχε χρόνια να αγγίξει. Μέσα ήταν τα παλιά του εργαλεία για ξυλογλυπτική, ένα χόμπι που είχε εγκαταλείψει όταν είχε πεθάνει ο γιος του πριν από πολλά χρόνια. Ο δικός του γιος είχε αγαπήσει τα ξύλινα παιχνίδια που του έφτιαχνε ο πατέρας του. Όλο το βράδυ, ο Νίκος δούλευε με υπομονή. Έφτιαξε ένα νέο χέρι στον στρατιώτη, του έδωσε καινούργιο χρώμα και του έβαλε μια μικρή σημαία. Το πρωί, το παιχνίδι ήταν καινούργιο, πιο όμορφο από πριν.
Ο Νίκος άφησε τον στρατιώτη και ένα ζεστό ψωμί στο κατώφλι του σπιτιού του Ανδρέα. Δεν ζήτησε τίποτα σε αντάλλαγμα. Η μητέρα του παιδιού βρήκε το δώρο και δάκρυσε. Από εκείνη τη μέρα, κάθε πρωί, ο Νίκος άφηνε ένα καρβέλι ψωμί έξω από την πόρτα τους. Χωρίς να πει λέξη, χωρίς να ζητήσει ευχαριστώ. Η καρδιά του είχε αρχίσει να ζεσταίνεται.
Η γειτονιά άρχισε να παρατηρεί τις μικρές αλλαγές στον φούρναρη. Είχε πια ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη του, και ο ήχος του τσουβαλιού με το αλεύρι δεν ήταν πια τόσο άγριος. Ο κυρ-Νίκος δεν ήταν πικραμένος. Ήταν ένας πονεμένος πατέρας που είχε βρει στον μικρό Ανδρέα έναν τρόπο να αγαπήσει ξανά, και να γιατρέψει την πληγή του. Ένας μικρός στρατιώτης είχε γίνει η γέφυρα ανάμεσα σε δύο ψυχές, αποδεικνύοντας ότι η αληθινή καλοσύνη δεν χρειάζεται πολλά λόγια, αλλά απλά μια πράξη αγάπης.