Όταν τα παιδιά ξεκινούν να πηγαίνουν στο σχολείο είναι μέσα στα φυσιολογικά πλαίσια της συμπεριφοράς τους να κοροϊδεύουν τους συμμαθητές τους, εκείνους που θεωρούν ότι δεν ανήκουν στο σύνολο (πχ, αν κάποιο παιδί κεκεδίζει, φοράει γυαλιά, είναι υπέρβαρο ή πολύ αδύνατο, κοντό ή πολύ ψηλό, έχει ασυνήθιστο όνομα κ.α.). Αυτό γίνεται γιατί τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν έχουν πολλές κοινωνικές εμπειρίες και εικόνες από τη ζωή.
Μπορεί για παράδειγμα να είναι η πρώτη φορά που βλέπουν από κοντά παιδί που να έχει πεταχτά αυτιά ή μεγάλη μύτη και έτσι οπωσδήποτε θα το σχολιάσουν γιατί είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που έχουν συνηθίσει. Δεν έχουν πρόθεση να στεναχωρήσουν το συμμαθητή τους, απλά σχολιάζουν δυνατά αυτό που βλέπουν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι γονείς καλό είναι να καθησυχάσουν το παιδί που δέχεται κορόιδεμα ότι πρόκειται για μια συνηθισμένη αντίδραση πολλών ανθρώπων μπροστά σε κάτι διαφορετικό. Μπορούν μάλιστα να αναφέρουν και κάποιο περιστατικό κοροϊδίας που είχαν δεχθεί οι ίδιοι από συμμαθητές τους, ώστε να αντιληφθεί το παιδί τη διαχρονικότητα αυτής της συμπεριφοράς. Παράλληλα με αυτό είναι μια ευκαιρία να γίνει μια συζήτηση με το παιδί για το γεγονός ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Όλοι έχουμε κάποιες αδυναμίες ή ελαττώματα (που μας κάνουν μοναδικούς και ξεχωριστούς) αλλά και προτερήματα. Η ζωή μας θα ήταν πολύ βαρετή αν όλοι ήμασταν ίδιοι. Τονίζουμε έτσι τα θετικά στοιχεία που έχει το παιδί, τα ταλέντα, τις ικανότητές του για να το δυναμώσουμε ψυχικά.
Καλό είναι επίσης, αν οι κοροϊδίες και τα πειράγματα συνεχίζονται οι γονείς να διδάξουν το παιδί τους έτσι ώστε να αντιδρά με έναν συγκεκριμένο τρόπο όταν δέχεται λεκτικές επιθέσεις. Να πει για παράδειγμα με σταθερή φωνή και αποφασιστικότητα κοιτώντας στα μάτια “σταμάτα να με ενοχλείς, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λες” , να ενημερώσει τη δασκάλα του και να συνεχίσει το παιχνίδι του με άλλους συμμαθητές του.
Προτρέψτε το να αρχίσει να συναναστρέφεται και άλλα παιδιά. Εξηγήστε του πως δεν είναι όλα τα παιδιά φίλοι του.
Τα πράγματα είναι πιο σοβαρά αν η κοροϊδία συνεχίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες και αν περάσει στα πλαίσια της βίας και του εκφοβισμού. Τότε πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή και από τους γονείς και από τους δασκάλους.