“Κάπου το έχω ξαναζήσει…!”
Η ερμηνεία του deja vu σύμφωνα με την Ψυχανάλυση και την Ψυχολογία
Α. Η ερμηνεία του deja vu σύμφωνα με την Ψυχανάλυση.
Ο πατέρας της ψυχανάλυσης Sigmund Freud, εξήγησε τα «προφητικά όνειρα» με τον εξής τρόπο:
Μπορεί μία μέρα ανεβαίνοντας βιαστικά μια σκάλα, να παρατηρήσουμε κάποιο επικίνδυνο σημείο για γλίστρημα (κάποια λασκαρισμένη βίδα, ένα χαλαρό χαλί, κάποιο γλιστερό μαρμάρινο ή πέτρινο σκαλοπάτι κλπ.) αλλά επειδή βιαζόμαστε και έχουμε την προσοχή μας στο να τελειώσουμε την εργασία μας, δεν δίνουμε συνειδητή σημασία. Ωστόσο η πληροφορία για τον κίνδυνο έχει καταγραφτεί στο υποσυνείδητο του νου μας, εν αγνοία μας.
Μπορεί λοιπόν να αναδυθεί αυτός ο κίνδυνος σε κάποιο όνειρο του τύπου πτώσης, ατυχήματος από αυτή τη σκάλα, χωρίς να ξέρουμε γιατί κάναμε τέτοιο όνειρο. Αλλά όταν κάποιος πράγματι τελικά πέσει από αυτή τη σκάλα, μένουμε με το θαυμασμό για τις προφητικές μας ικανότητες! Το ενδιαφέρον βέβαια κατά την ψυχανάλυση στην ψυχοθεραπεία, είναι ποιος πέφτει από τη σκάλα και όχι ο μηχανισμός του deja vu!
O Freud ασχολήθηκε σοβαρά με το deja vu. Στο βιβλίο του «Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής» γράφει: «Πιστεύω ότι είναι λανθασμένο να θεωρηθεί το συναίσθημα να έχω αισθανθεί κάτι από πριν, ως παραίσθηση. Αντίθετα, σε τέτοιες στιγμές κάτι αγγίζεται πραγματικά που έχουμε ήδη βιώσει, μόνο δεν μπορούμε συνειδητά να το θυμηθούμε επειδή δεν είναι στο συνειδητό. Εν συντομία, το αίσθημα deja vu αντιστοιχεί στη μνήμη μιας ασυναίσθητης φαντασίας. Υπάρχουν ασυναίσθητες φαντασίες (ή όνειρα ημέρας) ακριβώς όπως υπάρχουν παρόμοιες συνειδητές δημιουργίες, όπως ο καθένας μας ξέρει από την προσωπική του εμπειρία.»
Β. Η ερμηνεία του deja vu σύμφωνα με την Ψυχολογία.
Η ψυχολογία μας προσφέρει κάποιες σοβαρές εξηγήσεις για την περίπτωση του «φυσιολογικού» φαινομένου του deja vu.
Η υπόθεση της «απόσπασης της προσοχής» έχει δοκιμαστεί πειραματικά και βρέθηκε αληθινή. Αυτή η θεωρία της «διπλής αντίληψης» λέει ότι: Βλέπουμε ένα πράγμα μία φορά φευγαλέα, αλλά ταυτόχρονα δίνουμε μεγάλη προσοχή σε άλλα πράγματα γύρω μας και έτσι η εικόνα δεν καταχωρείται στη συνειδητή αντίληψή μας. Εν τούτοις, ο εγκέφαλός μας αποθηκεύει την εικόνα, αλλά μακριά από τη άμεση συνείδηση. Αργότερα, όταν τύχει να δούμε το ίδιο πράγμα και του δώσουμε προσοχή, παίρνουμε αυτήν την ιδιόμορφη αίσθηση ότι κάπου το έχουμε δει πριν.
Μια άλλη ψυχολογική εξήγηση του deja vu βασίζεται στην απόσχιση της διαδικασίας ανάκλησης μνημονικού υλικού, από την συνειδητοποίηση της ίδιας της διαδικασίας ανάκλησης μνημονικού υλικού. Προσπαθούμε να θυμηθούμε κάποια ανάμνηση, δεν την βρίσκουμε γιατί δεν υπάρχει, αλλά η συνειδητοποίηση ότι προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι, προκαλεί το deja vu. Μια παραλλαγή αυτής της θεωρίας λέει ότι όταν υπάρχουν κάποιες ελάχιστες κοινές λεπτομέρειες ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε και κάποια ανάμνησή μας, αλλά δεν είναι αρκετές αυτές οι λεπτομέρειες να ανακαλέσουν την αποθηκευμένη ανάμνηση στο συνειδητό, τότε μένουμε μετέωροι σε μια ενδιάμεση φάση παραμνησίας που είναι το deja vu.
Άλλη ψυχολογική εξήγηση του deja vu προτείνει τη θεωρία της ομοιότητας ανάμεσα στο τώρα και σε κάποια παλαιότερη εσωτερική μνήμη μας. Όσα περισσότερα κοινά στοιχεία υπάρχουν, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης του deja vu (Cleary, Ryals et al. 2009).
Μια άλλη νευροφυσιολογική θεωρία λέει ότι είναι πιθανό σε ένα τόσο πολύπλοκο όργανο όπως ο εγκέφαλος, ένας νευρώνας να πυροδοτήσει τη ύπαρξη κάποιας ανάμνησης που είναι όμως εσφαλμένη ή τυχαία. Οι υπόλοιποι συνεργαζόμενοι νευρώνες όμως, σωστά δεν επιβεβαιώνουν την εσφαλμένη ανάμνηση. Η μικροδιαφορά στο χρόνο ανάμεσα στην πυροδότηση και την αναχαίτιση της εσφαλμένης ανάμνησης, μας αφήνει στην παράξενη αίσθηση ότι κάτι θυμόμαστε, αλλά ούτε πού, ούτε πότε συνέβη, γνωρίζουμε.