Το γάλα κατέχει ιδιαίτερη θέση στη ζωή του ανθρώπου, αν και πολλά ακούγονται και γράφονται κατά καιρούς για αυτό. Σίγουρα ξέρουμε, ότι σαν το μητρικό γάλα, δεν υπάρχει άλλο. Τι γίνεται, όμως, όταν το παιδί μεγαλώσει και αρχίσει πλέον να πίνει φρέσκο; Ποιο είδος γάλακτος είναι, τελικά, το πιο θρεπτικό; Πόσο γάλα πρέπει να πίνει το παιδί μας καθημερινά και πόσο ωφέλιμο είναι το γάλα με κακάο; Να επιλέγετε αγελαδινό ή το κατσικίσιο; Ή μήπως γάλα ρυζιού;
Οι ερωτήσεις πολλές και οι συζητήσεις περισσότερες.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: Τα μωρά κατά κανόνα θηλάζουν για έξι μήνες-ένα έτος και σε κάποιες περιπτώσεις για περισσότερο. Μετά το έτος, πάντως, μπορούν να καταναλώνουν είτε εμπλουτισμένο γάλα σε μορφή σκόνης είτε φρέσκο γάλα υψηλής παστερίωσης. Μεγαλώνοντας και όποτε ο παιδίατρος κρίνει, ότι έχει έρθει η ώρα, το παιδί πίνει αποκλειστικά φρέσκο γάλα.
Αναφερόμενοι στα φρέσκα γάλατα, λοιπόν, χωρίζονται στα ζωικής προέλευσης και στα φυτικής προέλευσης.
Ποιο είναι το ιδανικό για το παιδί μου;
ΓΑΛΑΤΑ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ:
Αγελαδινό: Το αγελαδινό γάλα είναι εκείνο που προτιμάται κατά κόρον από ενήλικες και παιδιά. Είναι πλούσιο σε πρωτεΐνη, λιπαρά και υδατάνθρακες, ενώ θεωρείται μία πολύ καλή πηγή ασβεστίου. Πολλοί ισχυρίζονται, ότι στο αγελαδινό γάλα περιέχονται ορμόνες οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη των παιδιών, κάτι το οποίο «δεν έχει αποδειχθεί. Δεν υπάρχουν εμπεριστατωμένες μελέτες γύρω από αυτό», όπως τονίζει η κλινική διαιτολόγος – διατροφολόγος, κα. Κάλλια Γιαννιτσοπούλου, με την οποία επικοινωνήσαμε.
Κατσικίσιο: «Το κατσικίσιο και το αγελαδινό γάλα δεν έχουν μεγάλες διαφορές όσον αφορά στην θρεπτική τους αξία, αλλά το γάλα κατσίκας είναι πιο εύπεπτο και γι’ αυτό θεωρείται κατάλληλο για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το γαστρεντερολογικό τους σύστημα (για παράδειγμα, δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα) ή κάποιες αλλεργίες», προσθέτει η κα. Γιαννιτσοπούλου.
Βιολογικό: «Τα βιολογικά γάλατα είναι εκείνα με την υψηλότερη θρεπτική αξία», υπογραμμίζει η κα. Γιαννιτσοπούλου. Είναι πλούσια σε λιπαρά και πρωτεΐνες, καθώς και σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία -είναι, όμως, και πολύ ακριβότερα από τα υπόλοιπα.
Εμπλουτισμένο: Τα -εβαπορέ ή μη- εμπλουτισμένα γάλατα έχουν και αυτά μεγάλη θρεπτική αξία και πολλές βιταμίνες, αλλά η κατανάλωσή τους πρέπει να γίνεται με προσοχή, καθώς είναι πλούσια σε ζάχαρη. «Το παιδί μπορεί να καταναλώνει εμπλουτισμένα γάλατα μέχρι μια συγκεκριμένη ηλικία, αυτή των 6 ετών και μόνο αν είναι πολύ επιλεκτικό και δύσκολο στη διατροφή του», προτείνει η γνωστή διαιτολόγος – διατροφολόγος.
ΓΑΛΑΤΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ:
Τα γάλατα που προέρχονται από δημητριακά, όπως το ρύζι ή από καρπούς όπως το αμύγδαλο, έχουν, τα τελευταία χρόνια, κερδίσει μεγάλη μερίδα του κοινού, «χωρίς να προσφέρουν τα θρεπτικά συστατικά που παίρνουμε από τα γάλατα ζωικής προέλευσης. Είναι υποδεέστερα των γαλάτων που προέρχονται από τα ζώα, καθώς περιέχουν πολύ λιγότερη πρωτεΐνη και λιπαρά» τονίζει η κ. Γιαννιτσοπούλου. Αν, πάντως, κρίνετε, ότι είναι προτιμότερο το παιδί σας να αρχίσει να πίνει φυτικό γάλα, η ειδικός συμβουλεύει: «Πριν κάνετε οποιαδήποτε αντικατάσταση ή αλλαγή στη διατροφή του παιδιού σας πρέπει να επικοινωνείτε πάντα με τον παιδίατρό σας. Δεν αποφασίζουμε μόνοι μας, καθώς δεν γνωρίζουμε όλες τις παραμέτρους του κάθε τροφίμου!»
Πόσο χρειάζεται να πίνει το παιδί;
«Τα παιδιά πρέπει να καταναλώνουν ημερησίως 3 μερίδες γαλακτοκομικών προϊόντων. Για παράδειγμα, 1 μερίδα ισοδυναμεί με 1 φλιτζάνι γάλα, 30 γρ. σκληρό τυρί ή 200 γρ. γιαούρτι. Μπορούν είτε να πιουν 3 ποτήρια γάλα είτε να πιουν 1 ποτήρι γάλα και να φάνε και 2 φέτες τυρί. Η επιλογή είναι δική τους», προτείνει η κα. Γιαννιτσοπούλου.
Να δίνω στο παιδί γάλα με κακάο;
Το γάλα με προσθήκη κακάου μπορεί να γίνεται πιο εύγευστο, αλλά μειώνεται η θρεπτική του δεινότητα. Το κακάο περιέχει οξαλικό οξύ, το οποίο μειώνει την απορρόφηση του ασβεστίου, ενώ τα σοκολατούχα γάλατα που κυκλοφορούν περιέχουν συνήθως μεγάλη ποσότητα ζάχαρης, η οποία έχει συνδεθεί με παχυσαρκία και ανάπτυξη τερηδόνας. «Ας αποτρέπουμε την κατανάλωση σοκολάτας ή σοκολατένιων δημητριακών και αν θέλουμε να εμπλουτίσουμε τη γεύση του γάλακτός μας, ας προτιμήσουμε το μέλι», καταλήγει η κ. Γιαννιτσοπούλου.