Για αρκετούς έχει φτάσει η ώρα για την τρίτη δόση εμβολιασμού για την οποία έχουν κλείσει ραντεβού.
Ωστόσο, είναι αρκετά συχνό φαινόμενο λόγω εποχής κρυολογημάτων, γρίπης και άλλων ιώσεων, την ημέρα του εμβολιασμού να μην νιώθουν τόσο καλά. Τι γίνεται λοιπόν αν το ραντεβού μας για την αναμνηστική δόση έρθει, κι εμείς φυσάμε την μύτη μας και φτερνιζόμαστε; Θα πρέπει να εμβολιαστούμε ή θα πρέπει να το επαναπρογραμματίσουμε;
Το Dnews επικοινώνησε με τον ΕΟΔΥ ο οποίος μας ενημέρωσε ότι η επίσημη οδηγία είναι ότι δεν υπάρχει κάποια αντένδειξη εμβολιασμού όταν κάποιος δεν αισθάνεται καλά την ημέρα του ραντεβού ή και λίγες ημέρες πριν εκτός αν έχει δέκατα ή εμφανίσει πυρετό που σημαίνει ότι υπάρχει κάποια ενεργή λοίμωξη.
«Συνιστούμε ανεπιφύλακτα μια ήπια ασθένεια να μην μας εμποδίζει να κάνουμε τα εμβόλια που έχουμε προγραμματίσει να κάνουμε, είτε πρόκειται για εμβόλιο κατά της γρίπης είτε για ενισχυτικό COVID-19 — ή οτιδήποτε άλλο», ενημέρωσε ο ΕΟΔΥ και ο εμβολιασμός θα πρέπει να αποφευχθεί και να μετατεθεί λίγες ημέρες μετά μόνο εφόσον πραγματικά δεν αισθανόμαστε πολύ καλά και έχουμε βαριά και όχι ήπια συμπτώματα που περιλαμβάνουν πυρετό.
Όπως επισημαίνεται σε περίπτωση ήπιων συμπτωμάτων από πριν τον εμβολιασμό ενδεχομένως να οδηγήσει σε λίγο πιο έντονες παρενέργειες του εμβολίου δηλαδή σε πονοκέφαλο, δέκατα και αδυναμία τα οποία ωστόσο δεν θα επιμείνουν για πάνω από 48 ώρες.
Παράλληλα όπως επισημαίνεται από τον ΕΟΔΥ όταν κάποιος προσέλθει για τον εμβολιασμό οφείλει να ενημερώσει τον υπεύθυνο για τα συμπτώματα που έχει και αν δεν αισθάνεται καλά και εκείνος θα κρίνει αν πρέπει να εμβολιαστεί ή όχι.
Αν τα συμπτώματα μάλιστα επιμένουν λίγες ημέρες πριν το ραντεβού εμβολιασμού τότε καλό θα ήταν να γίνει ένα rapid test για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νόσησης.
Ενδείκνυται η χρήση αντιπυρετικών;
Σύμφωνα με το Κέντρο Πρόληψης & Ελέγχου Λοιμωδών Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, παυσίπονα και αντιπυρετικά φάρμακα (παρακεταμόλη, ασπιρίνη, μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη) δεν πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά πριν τον εμβολιασμό διότι δεν είναι γνωστή η επίδραση τους στην ανοσολογική απάντηση. Η χορήγηση τους ενδείκνυται στην περίπτωση που η συμπτωματολογία (πυρετός, πόνος, κ.ά.) μετά τον εμβολιασμό δεν είναι ανεκτή από τον εμβολιαζόμενο.
Σε περίπτωση που ο εμβολιαζόμενος λαμβάνει με ιατρική σύσταση κάποιο από τα παραπάνω φάρμακα, όπως ασπιρίνη καθημερινά μετά από ισχαιμικό εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο, οφείλει να συνεχίσει την αγωγή του με τη συνιστώμενη δόση.
Μετά τον εμβολιασμό με πολλή προσοχή και οι εμβολιασμένοι θα πρέπει να συνεχίσουν τη χρήση μάσκας, την τήρηση κοινωνικής απόστασης, την τακτική και σχολαστική υγιεινή των χεριών και την καθαριότητα του χώρου όπου ζουν ή εργάζονται. Μία αντίθετη πρακτική μπορεί να οδηγήσει σε νέα έξαρση των κρουσμάτων, γεγονός απευκταίο καθώς ήδη η ανθρωπότητα έχει δοκιμαστεί σοβαρά από αυτή την πανδημία.